- γονάτισμα
- το (Μ γονάτισμα) [γονατίζω]πτώση στα γόνατα, γονυκλισίανεοελλ.1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική2. (για φυτά) καταβόλιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονάτισμα — το 1. το πέσιμο στα γόνατα: Το γονάτισμα μπροστά στον πατέρα του ήταν ένδειξη μετάνοιας. 2. μτφ., η παρακμή, η κατάπτωση, η εξάντληση: Γονάτισμα από αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονατισιά — η το γονάτισμα … Dictionary of Greek
γονυκλισία — η (AM γονυκλισία) κλίση τών γονάτων, γονάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλίσις] … Dictionary of Greek
μετόκλασις — μετόκλασις, ἡ (Μ) [μετοκλάζω] γονυκλισία, γονάτισμα … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek